Φιλοσοφια στην Αθηνα


Γυναικες για πουλημα

Το παρακάτω κείμενο είναι της Κάρολαϊν Μούρχεντ. Δημοσιεύτηκε στην New York Review of Books τον περασμένο Οκτώβρη. Οι φωτογραφίες είναι από το σχετικό αφιέρωμα του Courrier International. Οι όποιες παρατηρήσεις για την μετάφραση είναι ευπρόσδεκτες. Ενδεχομένως να μεταφράσω στο μέλλον και κάποια άλλα κείμενα πάνω στο θέμα. 

1.

Αυτό που θυμάται η Νίτα από εκείνη τη μέρα που η σερβική πολιτοφυλακή την πήρε από το σπίτι της στην Πρίστινα μεταφέροντάς την σ’ ένα στρατόπεδο, όπου και την βίασαν, ήταν ότι έκανε κρύο, και ότι το χώμα ήτανε χιονισμένο. Έχει ξεχάσει αν ήταν πριν ή μετά τα Χριστούγεννα του 1996, της χρονιάς που ξέσπασαν οι συγκρούσεις ανάμεσα στις σερβικές δυνάμεις και τον Στρατό Απελευθέρωσης του Κοσόβου (UCK). Τα τελευταία δέκα χρόνια έζησε αναρίθμητες φρικαλεότητες. Σκοτείνιασαν το μυαλό της, λέει. Το 1996 η Νίτα ήταν 18 χρονών, παντρεμένη, με μια κόρη οχτώ μηνών, και ζούσε πλάι στον χήρο πατέρα της και την εφτάχρονη αδερφή της. Η σερβική πολιτοφυλακή την πήρε μαζί με το μωρό της και το κοριτσάκι, και οδήγησε τον άντρα της, τον Μίλο, και τον πατέρα της σ’ ένα άλλο στρατόπεδο. Η Νίτα βιάστηκε κατ’ εξακολούθηση, μαζί με άλλες εφτά γυναίκες, επί τέσσερεις ημέρες, προτού την βάλουν σ’ ένα αμάξι και την πετάξουν κοντά στα αλβανικά σύνορα, όπου συνάντησε χιλιάδες τρομοκρατημένους ανθρώπους που τρέπονταν σε φυγή απ’ τους Σέρβους. Στα Τίρανα, υπήρχαν άνθρωποι πρόθυμοι να βοηθήσουν τους πρόσφυγες. Τις επόμενες βδομάδες ο άντρας που φιλοξένησε την Νίτα στο διαμέρισμά του την πήγε από καταυλισμό σε καταυλισμό, σε αναζήτηση της χαμένης της οικογένειας. Δεν βρήκε ίχνη κανενός τους. 

Ο άντρας, λέει η Νίτα, της φέρθηκε καλά. Την πήγε για φαγητό σε εστιατόρια. Και όταν, ένα βράδυ, την οδήγησε στην ακτή και της είπε ότι θα πήγαιναν βόλτα μ’ ένα ταχύπλοο, τον ακολούθησε πρόθυμα. Μονάχα όταν το σκάφος απομακρύνθηκε από την ακτή και είδε ότι ήταν γεμάτο με γυναίκες και νεαρά κορίτσια τρόμαξε και άρχισε να παλεύει. Ακόμα και τότε, δεν είχε ιδέα για το τι της συνέβαινε: ήτανε απλώς τρομοκρατημένη. Ο άντρας την χτύπησε: λιποθύμησε. Όταν συνήλθε, βρισκόταν στην Ιταλία. Ήταν η αρχή ενός ταξιδιού που την οδήγησε, κάμποσες μέρες αργότερα, σε ένα διαμέρισμα στα περίχωρα του Τορίνο. Από τις άλλες γυναίκες που κρατούνταν εκεί έμαθε ότι είχε πέσει θύμα σωματεμπορίας, ότι πουλήθηκε σαν πόρνη σε ένα κύκλωμα Ιταλών και Αλβανών νταβατζήδων. «Άμα θέλεις να φας», της είπε μια γυναίκα, «θα πρέπει να δουλέψεις».

Για τα επόμενα έξι χρόνια, δουλεύοντας πρώτα σ’ ένα διαμέρισμα, φυλακισμένη και δίχως να της επιτρέπεται να βγει έξω, έπειτα στους δρόμους, η Νίτα προσέφερε σεξ κάθε βράδυ, εφτά μέρες τη βδομάδα, σε τουλάχιστο δέκα άντρες. Μερικές φορές συνέβαινε σε κάτι στένα, «σα τα ζώα». Αν δεν προσήλκυε αρκετούς πελάτες, την χτυπούσε ο ένας απ’ τους άντρες που είχαν το πορνείο. Καθώς δεν μιλούσε ιταλικά, δεν είχε χαρτιά, αβέβαιη για το πού βρισκόταν, η Νίτα ζούσε σε μια ομιχλώδη ζώνη φόβου και άγνοιας. Κατά τη διάρκεια της ημέρας κοιμόταν. Έμαθε να μην εμπιστεύεται κανέναν. Το πεζοδρόμιο που δούλευε το μοιραζόταν με κάτι κορίτσια απ’ την Ρωσία. Οι νταβατζήδες τους και ο δικός της νταβατζής φύλαγαν διαρκώς τις γυναίκες τους. Σε μια περίπτωση, προσπάθησε να δραπετεύσει: εκείνη τη φορά την χτύπησαν χωρίς έλεος. 

Και τότε, μια μέρα, η τύχη της άλλαξε. Την πήρε, εντελώς τυχαία, ένας άντρας που ισχυρίστηκε ότι γνώριζε τον Μίλο κι ότι είχε ακούσει πως είχε πάει στην Βρετανία. Της πήρε ένα μήνα να τον εμπιστευτεί αλλά τότε, αφού συλλογίστηκε ότι τίποτα στη ζωή της δεν θα μπορούσε να πάει χειρότερα, δέχτηκε να τον αφήσει να την βοηθήσει και να οργανώσει ένα λαθραίο ταξίδι, δια μέσου ολόκληρης της Ευρώπης, σε ένα φορτηγό που μετέφερε τσιγάρα. Επρόκειτο, συνειδητοποίησε αργότερα, για μια πράξη καλοσύνης, απ’ αυτές που είχε πάψει πια να προσδοκά. Απλά την βοήθησε, κι επιπλέον πλήρωσε το ταξίδι της. Ένα πρωινό τα τσιγάρα ξεφορτώθηκαν και βρέθηκε στον δρόμο, δίπλα σ’ ένα τηλεφωνικό θάλαμο. Της είχαν δώσει κάποια κέρματα. Βρισκόταν στην Αγγλία. Έκανε ένα τηλεφώνημα: ο Μίλο ήρθε να την βρει. 

Για κάποιο καιρό φαινόταν ότι ο γάμος μπορούσε να επιβιώσει. Φρόντιζε να μην ρωτάει τον Μίλο πώς πέρασε τα χρόνια που ήτανε αποχωρισμένοι, φοβούμενη ότι θα την ρώταγε για την δική της ζωή. Όπως γρήγορα κατάλαβε, ο Μίλο προτιμούσε να μην μάθει γεγονότα τα οποία αισθανόταν ότι δεν θα μπορούσε να τα κουμαντάρει. Όταν όμως ανακάλυψε, μέσα από την αίτησή της για άσυλο προς το βρετανικό υπουργείο δημοσίας τάξεως, ότι την είχαν εμπορευθεί για πορνεία και ότι είχε περάσει έξι χρόνια στους δρόμους, δεν μπορούσε να το άντεξει και την έδιωξε. Ήταν έγκυος τριών μηνών. Η υπηρεσία κοινωνικής πρόνοιας την έβαλε σ’ ένα ξενώνα στα περίχωρα του Λονδίνου, περιμένοντας την γέννηση του μωρού της. Καθώς δεν μιλούσε καθόλου τα αγγλικά, δεν είχε κανέναν φίλο, δεν εμπιστευόταν κανέναν, τρομοκρατημένη από την ιδέα ότι ίσως θα την έστελναν πίσω στο Κόσοβο, σκεφτόταν ένα μονάχα πράγμα. Είχε χάσει ένα παιδί: δεν ήθελε να χάσει ένα ακόμα. 

Το σωματεμπόριο περιγράφηκε από τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης ως η «πιο απειλητική μορφή παράτυπης μετανάστευσης λόγω της διαρκώς αυξανόμενης κλίμακας και πολυπλοκότητάς του, η οποία περιλαμβάνει όπλα, ναρκωτικά και πορνεία». Το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα το περιγράφει ως το ταχύτερα αυξανόμενο διεθνές οργανωμένο έγκλημα παγκοσμίως. Παραμένει όμως ένα θέμα που βρίθει αντιφάσεων, ανωμαλιών, και διαφορετικών ορισμών, με βαθιές διχοστασίες αναφορικά με το πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί μεταξύ τόσο των εθνικών όσο και των διεθνών οργανισμών. Είναι αδύνατη η πρόσβαση σε αξιόπιστα στοιχεία. Αξιωματούχοι του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας λένε απλώς ότι πιστεύουν πως 700.000 με δύο εκατομμύρια γυναίκες και παιδιά αποτελούν αντικείμενο διασυνοριακής διακίνησης και εμπορίας κάπου στον κόσμο κάθε χρόνο, τροφοδοτώντας μια βιομηχανία με κέρδη που υπολογίζονται ανάμεσα στα 12 και τα 17 δισεκατομμύρια δολλάρια το χρόνο. Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, υπάρχουν αυτή τη στιγμή 127 «χώρες πηγής» που παρέχουν μεγάλους αριθμούς πορνών, κυρίως στην Ασία και την Ανατολική Ευρώπη και 137 «χώρες προορισμού».

Αυτό που είναι σαφές είναι ότι οι συνθήκες οι αναφερόμενες στις γυναίκες και τα παιδιά που έπεσαν θύματα σωματεμπορίας περιλαμβάνουν όλα τα κλασικά στοιχεία που παραδοσιακά συνδέονται με την δουλεία: απαγωγή, ψευδείς υποσχέσεις, μεταφορά σε ξένο μέρος, απώλεια της ελευθερίας, κατάχρηση, βία, και αποστέρηση των μέσων των αναγκαίων για την επιβίωση. Τα θύματα απομονώνονται, ελέγχονται με διάφορες ψυχολογικές και σωματικές τεχνικές, τα αναγκάζουν να γίνουν εξαρτημένοι χρήστες ναρκωτικών και οινοπνεύματος, εξαπατώνται και τρομοκρατούνται, με στόχο την καθυπόταξή τους. Η μεταφορά λαθρομεταναστών, με την οποία συχνά συγχέεται η σωματεμπορία, είναι θεμελιωδώς διαφορετική: οι μεταφερόμενοι λαθρομετανάστες συναίνεσαν στο ταξίδι τους, και όταν φτάσουν στους προορισμούς τους θα είναι ελεύθεροι. Τα θύματα σωματεμπορίας, ακόμη κι αν αρχικά συναίνεσαν, παραμένουν θύματα μιας διαρκούς εκμετάλλευσης στα χέρια των σωματεμπόρων τους. Καθώς πουλιούνται από τον έναν ιδιοκτήτη στον άλλο, σ’ έναν μακρύ κύκλο βίας και κατάχρησης, οι γυναίκες αποτελούν εξαιρετικά εμπορεύματα: τα κέρδη είναι τεράστια, οι πιθανότητες σύλληψης μικρές, οι ποινές γελοίες, και οι γυναίκες συχνά μπορεί να αναγκαστούν να ξεπληρώσουν τα έξοδα αγοράς και μεταφοράς τους, με το υποτιθέμενο «χρέος» τους να αποτελεί ένα ακόμη μηχάνευμα για την υποδούλωσή τους. Μια αναφορά της CIA εκτιμά ότι οι σωματέμποροι κερδίζουν κατά μέσο όρο 250.000 δολλάρια από την κάθε γυναίκα. Δεν υπάρχουν όμως αξιόπιστες πληροφορίες για το πόσα χρήματα ξοδεύονται στο κάθε στάδιο του μακρού ταξιδιού από την αποπλάνηση μέχρι την εκπόρνευση, ποιος παίρνει ποιο μερίδιο, και πόσα καταβάλλονται στους άντρες και τις γυναίκες που ενεργούν σαν «συνοδοί» και «αγγελιοφόροι» κατά την διάρκεια του ταξιδιού. 

Η παγκοσμιοποίηση και οι ελεύθερες αγορές οδήγησαν σε αυξημένη κίνηση κεφαλαίου και εργασίας. Όμως ενώ τα σύνορα άνοιξαν για το εμπόριο, τους επενδυτές και τους επισκέπτες απ’ τις πλουσιότερες χώρες, οι άνθρωποι από τις φτωχότερες χώρες δεν μπορούν να μετακινηθούν τόσο ελεύθερα. Αυστηροί περιορισμοί και νόμοι για την απαγόρευση της μετανάστευσης δρουν αποτελεσματικά στο να κρατούν μακριά εκείνους που ζητούν άσυλο ή οικονομική μετανάστευση. Το σωματεμπόριο ανθεί μέσα σε αυτό τον αφανή κόσμο των φθινουσών οικονομιών, της φτώχειας, των διακρίσεων, των διεφθαρμένων κυβερνήσεων και των νέων τεχνολογιών. Δεν έχουν να κάνουν όλες του οι μορφές με το σεξ: πολυάριθμοι άνθρωποι αποτελούν αντικείμενα σωματεμπορίας κάθε χρόνο -ίσως το ένα τρίτο του συνολικού αριθμού- σε ανταπόκριση της ζήτησης για φθηνή, οιονεί δουλική εργασία στην γεωργία, την οικιακή εργασία, και την βιομηχανία. Όμως η επιφανέστερη και δολιότερη εκδήλωσή του είναι η βιομηχανία του σεξ. 

Για τους ίδιους τους σωματέμπορους λίγα είναι γνωστά, κι αυτό σε σημαντικό βαθμό οφείλεται στο ότι τα θύματά τους, τα οποία προστατεύονται ανεπαρκώς από τον νόμο, συχνά είναι υπερβολικά φοβισμένα για να δώσουν στοιχεία, καθώς και στο ότι υπάρχουν τόσα πολλά, διαφορετικά είδη σωματεμπόρων. Αναδύεται όμως ένα σταθερό μοτίβο. Στην κορυφή της κλίμακας βρίσκονται τα μεγάλα, άκρως εξειδικευμένα δίκτυα εγκλήματος, που συνήθως κινούνται παράλληλα με εκείνα που εμπλέκονται στα ναρκωτικά, αν και διαφέρουν απ’ αυτά, οργανωνόμενα κατά κυψέλες, συχνά λειτουργώντας σε κάμποσες χώρες, μεταφέροντας τα θύματά τους σαν φορτία, περνώντας σύνορα, από ομάδα σε ομάδα, και εκμεταλλευόμενα την διαφθορά στις τάξεις των αστυνομικών δυνάμεων και των συνοριακών υπαλλήλων. 

Οι ομάδες αυτές συχνά χρησιμοποιούν «μυητές» για να αποπλανήσουν τις γυναίκες και να τις κάνουν να δεχτούν προσφορές για δουλειές που τους λένε ότι θα είναι επικερδείς και αξιοσέβαστες. Ο Μίσα Γκλέννυ, συλλέγοντας υλικό για ένα υπό έκδοση βιβλίο με θέμα τον παγκόσμιο υπόκοσμο, ανακάλυψε ότι οι βουλγαρικές συμμορίες έχουν κεφαλαιώδη ρόλο στο σωματεμπόριο, στέλνοντας γυναίκες νότια δια μέσου της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, νοτιοανατολικά στην Τουρκία και την Μέση Ανατολή, δυτικά στην Αλβανία, και βόρεια στην Τσεχία και την Γερμανία. Ένα κορίτσι απ’ το οποίο πήρε συνέντευξη στο Ισραήλ είχε περάσει από χέρια Μολδαβών, Ουκρανών, Ρώσων, Αιγυπτίων και Βεδουίνων, προτού καταλήξει στον τελικό του προορισμό: έναν οίκο ανοχής στο Τελ Αβίβ. 

Μεγάλο μέρος των σωματεμπόρων στην πραγματικότητα είναι γυναίκες, και τα περισσότερα από τα κορίτσια που αποτελούν αντικείμενο σωματεμπορίας στην Μολδαβία σήμερα, αναφέρεται ότι αποπλανήθηκαν, στρατολογήθηκαν και προετοιμάστηκαν από γυναίκες, που οι ίδιες ήταν πρώην πόρνες, και οι οποίες συχνά τις συνοδεύουν για καθησυχασμό στο πρώτο σκέλος της διαδρομής τους. Πιο συνταρακτικό είναι το γεγονός ότι πολλοί απ’ τους «μυητές» είναι ερωτικοί σύντροφοι, «θείες» ή και γονείς των θυμάτων, οι οποίοι, για ένα μερίδιο, ή από οικονομική απόγνωση, είναι πρόθυμοι να ευτελίσουν εκείνους που διατείνονται ότι αγαπούν. 

Μολονότι έχει προηγούμενα, στο εμπόριο λευκής σαρκός του 19ου αιώνα, η σωματεμπορία δεν είχε καταστεί μείζον διεθνές ζήτημα πριν από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Στην Ταϊλάνδη το σεξουαλικό εμπόριο παιδιών είχε ακμάσει και νωρίτερα, ιδίως τα χρόνια του πολέμου του Βιετνάμ, όταν οι αμερικανοί στρατιώτες χρησιμοποιούσαν τα πορνεία της Μπανγκόγκ για «αναψυχή και ψυχαγωγία». Στη δεκαετία του ΄70 εγκληματικές ομάδες, κινούμενες από την προσδοκία υψηλών κερδών, άρχισαν να οργανώνουν σεξ-τουρ στην Ταϊλάνδη για Ευρωπαίους. Μια έρευνα των ξένων επισκεπτών στην Μπανγκόκ το 1980 έδειξε ότι τα τρία τέταρτα εξ αυτών ήταν ενήλικες άνδρες. 

Ήταν όμως στην δεκαετία του ΄90, όταν άρχισε να υποχωρεί η οικονομική ανάπτυξη στην Ινδονησία, την Μαλαισία, τις Φιλιππίνες και την Σιγκαπούρη, και άνεργες, απελπισμένες γυναίκες οδηγήθηκαν στην βιομηχανία της «ψυχαγωγίας», που το διασυνοριακό σωματεμπόριο κυριάρχησε. Σήμερα πιστεύεται ότι υπάρχουν γύρω στις 200.000 γυναίκες, αντικείμενα σωματεμπορίας, που εργαζόνται στις σάουνες, τα σαλόνια μασάζ και τις επιχειρήσεις τηλεφωνικού σεξ της Ιαπωνίας, εξοφλώντας τα μυθικά «έξοδα» της στρατολόγησης και της μεταφοράς τους, υπόδουλες στους νταβατζήδες και τους σωματεμπόρους τους με σχέσεις φόβου, υποτέλειας και αισχύνης. Σύμφωνα με τον οργανισμό End Child Prostitution in Asian Tourism, παιδιά, που πουλήθηκαν από κατεστραμμένους γονείς ή που απήχθησαν από εγκληματικές οργανώσεις, σήμερα αποτελούν αντικείμενο διακίνησης και σωματεμπορίας από το Βιετνάμ ώς την Ταϊλάνδη, από την Βιρμανία ώς τις χώρες του Ειρηνικού, και από το Νεπάλ ώς την Ινδία, όπου, στα πορνεία της Βομβάης, τα ανοιχτόχρωμα κορίτσια του Νεπάλ εκτιμώνται ιδιαίτερα. Πολλά απ’ αυτά τα κορίτσια δεν είναι πάνω από οχτώ χρονών. 

Το διεθνές σεξ στην Ασία έφτασε σε νέα επίπεδα χάρη στο ίντερνετ, με την διαδικτυακή σύμφυρση πορνείας και πορνογραφίας. Στις βιντεοτηλεδιασκέψεις παρουσιάζονται ζωντανά σεξ-σόου και μπορεί κανείς να παραγγείλει ον-λάιν τις διαφημιζόμενες γυναίκες. Είναι πολύ εύκολο, σήμερα, να μεταφέρει κανείς χρήματα ηλεκτρονικά από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη και να κάνει κλήσεις από κινητό τηλέφωνο χωρίς να μπορεί να εντοπιστεί. Η πορνογραφία με παιδιά που αποτέλεσαν αντικείμενο σωματεμπορίας, όπου τα παιδιά εμφανίζονται σε επώδυνες, εξευτελιστικές και σαδιστικές καταστάσεις, μπορεί εύκολα να κρυπτογραφηθεί ή να σταλεί μέσω «ανώνυμων αναδιαβιβαστών», ώστε η προέλευσή της να αποκρύπτεται. Μια ιστοσελίδα που λέγεται PunterNet, στημένη στο Ηνωμένο Βασίλειο πριν από εφτά χρόνια, έχει 40.000 «αυτοψίες», γραμμένες από άντρες που δοκίμασαν τα καλούδια -παρέχουν σχόλια πάνω στο καθετί, από το χρώμα του δέρματος μέχρι την σκληρότητα της σάρκας. Τα κορίτσια από την ανατολική Εύρωπη αναφέρονται ως «ηδονιστικά» και λένε γι’ αυτά ότι ζητάνε λίγα πράγματα. 

Στην Νοτιοανατολική Ευρώπη, η μετάβαση από τις κεντρικά κατευθυνόμενες οικονομίες στις οικονομίες της αγοράς, σε συνδυασμό με τις συγκρούσεις στο Κόσοβο και την Βοσνία, επέτρεψαν στους σωματέμπορους να στρατολογήσουν θύματα μεταξύ των νεόπτωχων και των νεωστί ευάλωτων: άνεργα νεαρά κορίτσια, μέλη των τσιγγάνικων κοινοτήτων, γυναίκες που απολύθηκαν απ’ τη δουλειά τους και επέστρεψαν αναγκαστικά στο σπίτι, σε αυτό που η Tatyana Mamonova ονόμασε «ντομοστρόικα», καταναγκαστική επιστροφή στο σπίτι. Όσο καταλλάγιαζαν οι συγκρούσεις στα Βαλκάνια, μπορούσε να δει κανείς τους σωματέμπορους στους αυτοκινητόδρομους από την Σερβία στο Κόσοβο και την Βοσνία, να οργανώνουν πληστειριασμούς γυναικών, που μπορούσαν να αγοραστούν και να διανεμηθούν σε οίκους ανοχής, όπου πολλοί από τους πρώτους πελάτες ήταν μέλη των ειρηνευτικών δυνάμεων, προστατευόμενα από την διπλωματική ασυλία του ΟΗΕ. Μέτα την υπογραφή της Ειρηνευτικής Συμφωνίας του Νταίυτον, οργανώθηκε μια διεθνής αστυνομική δύναμη, αλλά σύντομα κατέστη σαφές ότι μερικοί από τους ίδιους τους ελεγκτές είχαν γίνει πελάτες των σωματεμπορευόμενων γυναικών, διαλέγοντας τες από έναν κατάλογο γυναικών στο Βελιγράδι. Σύμφωνα με την Λουίζα Γουώ, συγγραφέα του βιβλίου Selling Olga, ο εμφύλιος πόλεμος που έληξε στην Βοσνία, απλώς αντικαταστάθηκε από έναν άλλο πόλεμο, έναν πόλεμο εναντίον των γυναικών, «οι οποίες μεταφέρονταν από τους σωματέμπορες από το ένα μέρος στο άλλο σαν απλό φορτίο, και πουλιόντουσαν σαν απλό εμπόρευμα».

Κατά τη διάρκεια των επόμενων χρόνων, καθώς ο ΟΗΕ υιοθέτησε μια πολιτική «μηδενικής ανοχής» απέναντι στην σωματεμπορία, που ίσχυε και για τα μέλη των ειρηνευτικών δυνάμεων, και ανέπτυξε μια ειδική διαδικασία εκπαίδευσης για τους υπαλλήλους του ΟΗΕ παγκοσμίως, ο αριθμός των διεθνών πελατών μειώθηκε -ή κατέστη αφανής. Τους αντικατέστησαν οι ντόπιοι νεόπλουτοι. Από τα τέλη του 2006, το να πληρώνουν τα μέλη των νατοϊκών δυνάμεων για σεξ αναγνωρίστηκε ως αξιόποινο παράπτωμα. Ακόμα κι έτσι όμως, όπως υποστήριξε σε μια ακροαματική διαδικασία του Κογκρέσου το 2004 με θέμα το σωματεμπόριο η Σάρα Μέντελσον, συνεργάτης στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών της Ουάσινγκτον, οι κανονισμοί εναντίον της σωματεμπορίας συνεχίζουν να αντιμετωπίζονται από μεγάλο μέρος του στρατού με περιφρόνηση και αδιαφορία. Η αγορά σεξ -απ’ όπου κι αν προέρχεται- παραμένει δικαίωμα του φαντάρου. 

 

 

2. 

Η Νιγηρία, μολονότι πλούσια σε πετρέλαιο, έχει έναν απ’ τους φτωχότερους σε κατά κεφάλην εισόδημα πληθυσμούς στον κόσμο. Εδώ και κάποια χρόνια, νεαρές κοπέλες από τη Νιγηρία, ιδίως από την πολιτεία του Έντο, φτάνουν στην Ιταλία, υποτίθεται με την «βοήθεια» σχέσεων ή έμπιστων φίλων, με στόχο να πιάσουν δουλειά ως νοσοκόμες ή σε ξενοδοχεία, για να βρεθούν τελικά εξαπατημένες σε δίκτυα πορνείας που τα διοικούν τσατσάδες. Μπαίνουν στον ζυγό δεσμών χρέους μέσα από τελετές βουντού και όρκους. Φτάνοντας στην Ιταλία μετά από ταξίδια που μπορεί να διαρκέσουν αρκετούς μήνες, παραδιδόμενες από άντρα σε άντρα -μεταφορείς γνωστούς ως «καροτσέρηδες»- καταλήγουν στους δρόμους μιας πόλης της βόρειας Ιταλίας με μίνι-φούστες και δερμάτινες μπότες, απομονωμένες, ζαλισμένες, και τρομοκρατημένες από τον φόβο της τιμωρίας, την οποία αναλαμβάνουν οι «ραπιστές», ή υπό την απειλή αντιποινών σε βάρος των οικογενειών τους στη Νιγηρία. «Ναι, μπορείς να αποδράσεις», είπε μια νεαρή κοπέλα στον Franco Prina, ερευνητή που εργάζεται με πόρνες και πρώην πόρνες στο Τορίνο, το 2003. «Αλλά πού να πας; Θέλεις να μιλήσεις. Με ποιον; Είσαι κατεστραμμένη». Στην πράξη, ελάχιστες αποδρούν, επειδή δεν έχουν πουθενά να πάνε, κι επειδή, καθώς τους έχουν πει ότι βρίσκονται στη χώρα παράνομα, πιστεύουν ότι θα συλληφθούν και θα απελαθούν. 

Η Μαίρη, που αποτέλεσε αντικείμενο σωματεμπορίας από την Καμπάλα στο Λονδίνο, είναι μία από τις σταθερά αυξανόμενες Αφρικανές κοπέλες που πέφτουν θύματα ενός σωματέμπορου που δουλεύει μόνος του. Κόρη ενός Τούτσι Ρουαντέζου πατέρα και μιας Ουγκαντέζας μητέρας, η Μαίρη ήταν μακριά απ’ το σπίτι της στο Κίγκαλι τη μέρα που οι génocidaires [γενοκτόνοι] ήρθαν για την οικογένειά της. Επιστρέφοντας αντίκρυσε τον πατέρα της, τις δυο αδερφές της και τον αδερφό της νεκρούς και ακρωτηριασμένους. Η μητέρα της, που ήταν χωρισμένη από τον πατέρα της, ζούσε στην Καμπάλα και η Μαίρη κατάφεραν να ξεφύγει από τους φονιάδες Χούτου και να την συναντήσει. Είχε μόλις περάσει τα είκοσι χρόνια, μια ψηλή, πανέμορφη, μορφωμένη κοπέλα. Δεν θα δυσκολευόταν να βρει δουλειά σε μια εταιρεία πληροφορικής. Καθώς όμως δεν είχε σωστά τα χαρτιά της, ήταν ευάλωτη απέναντι στις υπηρεσίες ασφαλείας της Ουγκάντας. Την συνέλαβαν δυο φορές με την υποψία ότι ήταν κατάσκοπος. Την έβαλαν στην φυλακή, όπου την βίασαν κατ’ επανάληψη οι φύλακες. 

Πεπεισμένη ότι έπρεπε να ξεφύγει, ένας οικογενειακός φίλος τη συνέστησε σε έναν «επιχειρηματία» που προσλάμβανε νεαρές κοπέλες για να δουλέψουν σε ξενοδοχεία και αεροδρόμια στην Μ. Βρετανία. Η Μαίρη ταξίδεψε στο Λονδίνο μαζί με άλλες έξι γυναίκες, όλες τους ντυμένες σχετικά επίσημα, σαν να πήγαιναν σε κάποιο συνέδριο. Πρώτη φορά ταξίδευε με αεροπλάνο. Στο Χήθροου, η ομάδα χωρίστηκε. Είπαν στην Μαίρη ότι η δουλειά δεν ήταν ακόμα έτοιμη, και την μετέφεραν σ’ ένα δωμάτιο στο Μίτσαμ, στα περίχωρα του Λονδίνου. Έντρομη ανακάλυψε ότι θα μοιραζόταν το δωμάτιο με τον επιχειρηματία. Την τέταρτη νύχτα την βίασε. Σύντομα άρχισε να φέρνει «φίλους». Τον είδε να παίρνει χρήματα απ’ αυτούς. Κάποιες νύχτες έκαναν πάρτυ και την βίαζαν ομαδικά. Όταν προσπάθησε να δραπετεύσει, την έσπασε στο ξύλο. Της είπε επίσης ότι αν η αστυνομία την έπιανε, θα την πήγαιναν στη φυλακή και θα την κλείδωναν εκεί για πάντα. Δεν είχε τρόπο να μάθει αν αυτό ήταν αλήθεια ή ψέματα. Για κείνην, αστυνομία ήταν άντρες που βίαζαν. 

Όσο πέρναγαν οι μήνες, η υγεία της Μαίρη άρχισε να φθίνει. Ήταν εξαντλημένη, ευάλωτη σε μολύνσεις. Παρακάλεσε τον άντρα που την είχε αναλάβει να την πάει σ’ έναν γιατρό. Πήγε σ’ ένα τοπικό νοσοκομείο, όπου έμαθε ότι ο αιματοκρίτης της ήταν επικίνδυνα χαμηλός. Ενώ περίμενε τα αποτέλεσματα κάποιων άλλων εξετάσεων, ο σωματέμπορός της της είπε ότι ήταν οροθετική στον HIV. 

Κάτι, όμως, είχε αλλάξει στη σχέση τους. Ίσως πλέον κι αυτός να ήταν πάρα πολύ άρρωστος για να νοιαστεί. Δέχτηκε να την ελευθερώσει, να την στείλει σ’ έναν φίλο που θα της έδινε ένα ψεύτικο διαβατήριο και θα την βοηθούσε να βρει δουλειά στο Μάντσεστερ. Πλέον γνώριζε από τ’ αποτελέσματα ότι όχι μόνο ήταν οροθετική, αλλά ότι είχε AIDS, που υπάρχουν υποψίες ότι έχει καταστεί ενδημικό μεταξύ των σωματεμπορευόμενων γυναικών, αν και δεν έχουν συγκεντρωθεί στοιχεία. Στο Μάντσεστερ μπορούσε να λάβει ιατρική φροντίδα για τον ρετροϊό από την Εθνική Υπηρεσία Υγείας, και να δουλέψει σε μια δουλειά που της άρεσε. Άρχισε να νιώθει ασφαλής, αλλά τότε έκανε ένα λάθος. Όταν οι εργοδότες της της είπαν ότι έπρεπε να γραφτεί στο Εθνικό Γραφείο Ασφάλισης, τους έστειλε το ψεύτικο διαβατήριό της. Αμέσως αναγνωρίστηκε ως πλαστό και η Μαίρη συνελήφθη και καταδικάστηκε σε οχτώ μήνες φυλάκισης. Η συνέχεια, όπως μου είπε, δεν ήταν και τόσο κακή. Ήταν κάτι σαν οικοτροφείο. Δούλεψε σκληρά, έμαθε πληροφορική και ένιωθε ασφαλής. 

Όταν αφέθηκε ελεύθερη, τον Αύγουστο του 2005, έκανε αίτηση για άσυλο στο Υπηρεσία Μετανάστευσης του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία απορρίφτηκε. Κανείς δεν ενδιαφερόταν και πολύ για την ιστορία της με το σωματεμπόριο ή για το γεγονός ότι το όνομά της ήταν σ’ έναν κατάλογο αναζητούμενων από τις μυστικές υπηρεσίες της Ουγκάντας για κατασκοπεία. Ούτε και είχε σημασία για τις βρετανικές αρχές ότι δεν θα είχε φάρμακα για το AIDS, εάν επέστρεφε στην Καμπάλα. Δεν είχε επιλογή: μπήκε στην αφάνεια, χάθηκε απ’ το πρόσωπο της γης. Σήμερα έχει μια δουλειά, για την οποία πληρώνεται σε μετρητά, δίχως να της κάνουν ή να κάνει ερωτήσεις. Επιζητώντας εναγωνίως να μην τραβήξει την προσοχή, δεν κάνει φίλους, δεν μιλάει σε κανέναν, μένει μόνη. Αν την σταματήσει η αστυνομία, ξέρει πως θα απελαθεί. «Ζω», μου είπε, όταν την συνάντησα τον Ιούλιο στο Λονδίνο, «μέρα την μέρα. Αυτό που νιώθω μέσα μου τώρα είναι ότι έπρεπε να είχα πεθάνει με την οικογένειά μου στην γενοκτονία. Δεν ξέρω πια τι να ελπίσω. Αν έρθουν να με πιάσουν, όμως, ξέρω πως θα σκοτωθώ».

Οι μεταρρυθμιστές του 19ου αιώνα, επιτιθέμενοι στο εμπόριο λευκής σαρκός και ανήσυχοι για την εξάπλωση αφροδίσιων νοσημάτων και την σκληρή μοίρα των «περιπεσουσών» γυναικών, θέλησαν να απαγορεύσουν την πορνεία δια του νόμου. Το 1949, η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την Κατάργηση της Εμπορίας Ανθρώπων και της Εκμετάλλευσης της Εκπόρνευσης Άλλων συνέδεσε το σωματεμπόριο με την πορνεία στην ίδια συνθήκη. Έκτοτε, ένας σημαντικός αριθμός διεθνών συμφωνιών και συμβάσεων τέθηκαν σε ισχύ για την άμεση ή έμμεση αντιμετώπιση της εμπορίας γυναικών και παιδιών, καθώς και του εξαναγκαστού γάμου και της εξαναγκαστής εργασίας. 

Οι εκστρατείες εναντίον των σωματεμπόρων κυριαρχήθηκαν από φεμινίστριες και ακτιβιστές από δύο διαφορετικά στρατόπεδα: εκείνους που αντιμετωπίζουν την πορνεία σαν μια θεμελιώδη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και εκείνους που βλέπουν μια διαφορά μεταξύ εξαναγκαστής και εκούσιας πορνείας και βλέπουν την «σεξουαλική εργασία» σαν μια θεμιτή επιλογή για τις γυναίκες, μια επιλογή που δεν πρέπει να ποινικοποιείται, ηθικά ή νομικά. Η κρίσιμη διαφορά μεταξύ των δύο προσεγγίσεων έγκειται στην άποψη της καθεμιάς για το τι συνιστά εξαναγκασμό: το εάν οι γυναίκες μπορούν, έμπρακτα, να συναινέσουν στην σεξουαλική εργασία ή εάν στην πράξη όλες όσες επιδίδονται στην σεξουαλική εργασία το κάνουν μετά από εξαναγκασμό είτε δια της βίας, είτε λόγω φτώχειας είτε μέσω εξαπάτησης. 

Το 2000, όλες σχεδόν οι χώρες υπέγραψαν μια Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Διασυνοριακό Οργανωμένο Έγκλημα. Ένα από τα πρωτόκολλά του, το Πρωτόκολλο του Παλέρμο,  διατύπωσε τον πρώτο περιεκτικό διεθνή ορισμό της σωματεμπορίας. Καθιστώντας τον εξαναγκασμό και την εξαπάτηση κεντρικά στοιχεία του ορισμού του εγκλήματος, το πρωτόκολλο ουσιαστικά δίνει στις κυβερνήσεις μια επιλογή: μπορούν να πουν ότι οι νόμοι και οι δικαιοπολιτικές επιλογές τους απαγορεύουν την πορνεία ή μπορούν να πούν ότι χειραφετούν τις πόρνες. Η Ολλανδία αναφέρεται συχνά σαν μια χώρα πρότυπο, για το ότι νομιμοποίησε την πορνεία και έθεσε αυστηρούς νόμους εναντίον των σωματεμπόρων, αν και είναι πολύ νωρίς για να αποφανθούμε πάνω στο κατά πόσο ήταν αποτελεσματικοί τούτοι οι νόμοι για την παρεμπόδισή των σωματεμπόρων. Όμως οι Ολλανδοί δέχονται κριτική για το ότι κομίζουν μια νέα, αξιότιμη γλώσσα για την πορνεία, καθαγιάζοντας την βιομηχανία του σεξ, μετατρέποντας τους νταβατζήδες σε «επιχειρηματίες» και τους πελάτες σε «νόμιμους επισκέπτες». 

Το πρωτόκολλο υποχρεώνει τις χώρες να συντάξουν νέους νόμους, να ποινικοποιήσουν την σωματεμπορία, να αναζητήσουν και να διώξουν τους σωματεμπόρους, και να προστατέψουν την ταυτότητα των σωματεμπορευόμενων. Είναι όμως εξαιρετικά αδύναμο σε ό,τι αφορά την προστασία των πορνών, διότι δεν απαιτεί από τους υπογράφοντες το πρωτόκολλο να προσφέρουν συμπαράσταση ή προστασία στα σωματεμπορευόμενα άτομα. Το αποτέλεσμα είναι ότι σε πολλές χώρες -μεταξύ αυτών και η Μεγάλη Βρετανία- η προστασία τελικά προσφέρεται μονάχα σε εκείνα τα άτομα που συμφωνούν να βοηθήσουν στην δίωξη των σωματεμπόρων τους, πράγμα που πολλές γυναίκες, από φόβο για αντίποινα, διστάζουν να κάνουν. Ο υπέρτερος στόχος στην Μεγάλη Βρετανία είναι η εμπόδιση της πορνείας μέσω κατασταλτικών προγραμμάτων που λαμβάνουν αυστηρά μέτρα κατά της μετανάστευσης, της πορνείας και του οργανωμένου εγκλήματος (όχι όμως κατά των μαστροπών). 

Το Πρωτόκολο του Παλέρμο έγινε στόχος πολλών φεμινιστικών λόμπυ. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, φεμινίστριες και χριστιανοί Ευαγγελιστές ένωσαν τις δυνάμεις τους, ισχυριζόμενοι και οι δύο ότι πηγή της έμπνευσής τους ήταν ο αγώνας για την κατάργηση του δουλεμπορίου. Και οι μεν και οι δε βλέπουν τον κόσμο γεμάτο από κακό, το οποίο σπέρνουν οι άντρες στις γυναίκες, με το σεξ ως πρωταρχικό εργαλείο. Η κυβέρνηση Μπους τους πρόσφερε ευήκοον ους, και υποστήριξαν σθεναρά το πρόγραμμα του FBI που ονομάζεται Επιχείρηση Χαμένη Αθωότητα, που στόχο έχει την προστασία των ανηλίκων. Χρηματοδοτείται από ένα κονδύλι του υπουργείου Δικαιοσύνης της τάξεων των 7 εκατομμυρίων δολαρίων, με στόχο την αποκάλυψη και την παρεμπόδιση του σωματεμπορίου εντός των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο, όπως και παντού στον κόσμο, αυξάνεται με γοργούς ρυθμούς. 

Το 2002, η κυβέρνηση Μπους οργάνωσε ένα νέο γραφείο του υπουργείο Εξωτερικών με στόχο την «μελέτη και καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων» διεθνώς. Το γραφείο αυτό κατατάσσει τις χώρες ανάλογα με την προθυμία τους να εμποδίσουν το σωματεμπόριο, με την απειλή να επιβάλει κυρώσεις σε εκείνες τις χώρες που δεν το κάνουν. Το 2007, στους χειρότερους παραβιαστές περιλαμβάνονταν 16 χώρες, μεταξύ αυτών η Αλγερία, το Μπαχρέιν, το Κουβέιτ, το Ομαν και το Κατάρ. Οι επικριτές, ωστόσο, επισημαίνουν ότι οι χώρες που είναι περισσότερο χρήσιμες για τις εξωτερικές σχέσεις των ΗΠΑ σπανίως τιμωρούνται. 

Πράγματι, δεν υπάρχουν νομικά εργαλεία που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν. Κατά την διάρκεια των τελευταίων ετών ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη ανέπτυξε το δικό του πλάνο για την καταπολέμηση του σωματεμπόριου. Στις 17 Απριλίου του 2007, η Βουλγαρία έγινε η έβδομη χώρα που επικύρωσε την Συνθήκη του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Δράση κατά της Διακίνησης και Εμπορίας Ανθρώπων, η οποία περιλαμβάνει συγκεκριμένες οδηγίες για πολλές δράσεις που πρέπει να ληφθούν. Η Διεθνής κατά της Δουλείας του Λονδίνου είπε ότι πλέον υφίστανται επαρκείς νόμοι κατά της σωματεμπορίας. Πρέπει όμως να εφαρμοστούν. 

Η πρωτοβουλία του Συμβουλίου της Ευρώπης χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από τις οργανώσεις που στρατεύονται κατά του σωματεμπόριου, διότι δεν είναι μόνον ένα εργαλείο για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, αλλά επίσης το μοναδικό νομικά δεσμευτικό εργαλείο με διατάξεις που προσφέρουν προστασία στις σωματεμπορευόμενες γυναίκες και παιδιά, παρέχοντάς τους συγχρόνως κάποια δικαιώματα για άδεια παραμονής με αντάλλαγμα στοιχεία κατά των σωματεμπόρων -πράγμα που μέχρι σήμερα αμελήθηκε από τις περισσότερες χώρες, με εξαίρεση το Βέλγιο, την Ολλανδία και την Ιταλία. Παραμένει ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ της ρητορείας των αντιπάλων του σωματεμπορίου και της προθυμίας είτε να προστατέψουν και να συμπαρασταθούν στους σωματεμπορευόμενους είτε να συλλάβουν και να διώξουν τους σωματέμπορους, οι οποίοι, ακόμα κι αν συλληφθούν, σπανίως ασκείται με επιτυχία δίωξη εναντίον της. Στην Μεγάλη Βρετανία, στοιχεία που δημοσιεύτηκαν τον Ιούλιο του 2007 έδειξαν ότι υπήρξαν μονάχα 62 επιτυχείς ασκήσεις ποινικής διώξης για σωματεμπορία, με 50 ακόμα να εκκρεμούν. Αλλά επίκεινται πολλές ακόμη, σύμφωνα με την Παρόσα Τσάντραν, δικηγόρο ειδικευμένη στις υποθέσεις σωματεμπορίας. Τον περασμένο χρόνο, ενεπλάκη στην επιτυχή δίωξη ενός ανθρώπου που διακίνησε δύο αδελφές από την Ρουμανία στην Βρετανία, και που καταδικάστηκε σε 22 χρόνια κάθειρξης για σωματεμπορία, σωματική βλάβη, και μαστροπεία. Όταν η σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπη επικυρωθεί από αρκετές χώρες -δέκα, συμπεριλαμβανομένων οχτώ χωρών-μελών- ώστε να τεθεί σε ισχύ, πιστεύει, θα γίνουν τα πρώτα σοβαρά βήματα για την καταπολέμηση του σωματεμπόριου. 

Μέχρι σήμερα αποδείχτηκε εξαιρετικά εύκολη η σύνταξη και ψήφιση διεθνών συμφωνιών. Όμως εάν τα νήματα του σωματεμπόριου δεν αναχθούν στην ρίζα τους, στις εύπιστες νεαρές κοπέλες που εξαναγκάζονται από την φτώχεια και εξαπατώνται από ξένους, τότε οι συμφωνίες θα μείνουν σκέτες λέξεις. Το αποτέλεσμα είναι ότι όταν οι γυναίκες αποδρούν από τους σωματεμπόρους τους, σχεδόν αμέσως απελαύνονται. Γυρνώντας στην πατρίδα τους, όλες σχεδόν αντιμετωπίζουν την απόρριψη από τις οικογένειές τους, την περιθωριοποίηση, την εχθρότητα, και επιστρέφουν στην φτώχεια, από την οποία, εξαναγκασμένες ή εκουσίως, ήλπισαν να αποδράσουν. 

Η La Strada International, ένα δίκτυο εννιά οργανώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα που δραστηριοποίειται στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη, έχει θέσει σε εφαρμογή μια σειρά προγραμμάτων με στόχο την εκπαίδευση νεαρών γυναικών και την κατάλυση του φράγματος της άγνοιας αναφορικά με τους κινδύνους του σωματεμπόριου. Μία από τις πιο δυσχερείς πτυχές της επιχείρησης είναι η απροθυμία πολλών κοριτσιών να πιστέψουν ότι οι δουλειές που τους υπόσχονται είναι ψεύτικες. Μαζί με την αποτελεσματική προστασία των θυμάτων, αυτό που χρειάζεται είναι σοβαρή δίωξη των σωματεμπόρων, καθώς και εκπαίδευση και ευρεία δημοσιότητα. Το γεγονός ότι τόσα πολλά, καταφανώς στοιχειώδη βήματα εναντίον της σωματεμπορίας γίνονται μόλις τώρα δείχνει το μέγεθος της εκρηκτικής ανάπτυξης του φαινομένου. 

Η Νίτα είναι σήμερα 29 ετών. Ο πατέρας της, η αδερφή της, το μωράκι της, που τελευταία φορά τους είδε εκείνο το φριχτό πρωινό, όταν την απήγαγαν και την βίασαν, έχουν σχεδόν σίγουρα πεθάνει. Αν την στείλουν πίσω στην πατρίδα της, οι λίγοι άνθρωποι που ίσως να την θυμούνται στην Πρίστινα θα γνωρίζουν τι της συνέβη. «Δεν νομίζω» λέει «ότι με θέλει κανείς πίσω». Οι Αλβανοί και Ιταλοί σωματέμποροι οπωσδήποτε θα την θυμούνται. Με λίγη παιδεία, δίχως οικογένεια, και καθόλου χρήματα, υποθέτει πως, προκειμένου να προστατέψει το μωρό που περιμένει, ελάχιστες επιλογές θα έχει πέραν του να επιστρέψει στους δρόμους. Ελπίζει ότι θα κάνει αγόρι. «Αν είναι κορίτσι, πάντα θα φοβάμαι ότι ίσως να ζήσει ίδια ζωή με μένα». 

Στο Λονδίνο, το Ίδρυμα Χέλεν Μπάμπερ, που εργάζεται με ανθρώπους που έπεσαν θύματα βασανιστηρίων, είδε τους αριθμούς των σωματευμπορευόμενων γυναικών με σοβαρά ψυχολογικά τραύματα μετά τα όσα περάσανε να αυξάνεται, κατεστραμμένες ψυχικά και σωματικά λόγω της βίας, του φόβου και της ανασφάλειας. «Στα μάτια του νόμου», μου λέει ο Μάικλ Κορζίνσκι, ένας από τους διευθυντές των κλινικών του Ιδρύματος «το σωματεμπόριο έχει απλώς να κάνει με την εγκληματικότητα και την συνεργία. Υπάρχει μια παντελής έλλειψη κατανόησης για την ωμή βαναυσότητα που περιλαμβάνει. Για εμάς, το σωματεμπόριο είναι μια άλλη μορφή βασανιστηρίου. Είναι εξίσου περίτεχνο όσο και τα βασανιστήρια που οργανώνει το κράτος, μόνο που συμβαίνει όχι σε μια βάναυση, καταπιεστική χώρα, αλλά σε μια πολυκατοικία του Τορίνο ή σ’ ένα δασοσκεπές προάστιο του Βερμόντ».

 


2 Σχόλια so far
Σχολιάστε

Το πρόβλημα είναι η ζήτηση του «εμπορεύματος», αλλά γι αυτό ούτε λόγος. Για ποιο λόγο δεν τιμωρούνται οι χρήστες σωμάτων; Παραβιάζονται τα ποιά δικαιώματα;
(εμείς ασχολούμαστε με την απαγόρεψη του καπνίσματος)

Σχόλιο από Rodia

Τι σου είναι η ζωή σήμερα;

Σχόλιο από τηλεφωνικό σεξ




Σχολιάστε